- λογοποίημα
- λογοποί-ημα, ατος, τό,A idle tale, piece of gossip, Antiph.166.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογοποίημα — λογοποίημα, τὸ (AM) [λογοποιώ] ψευδής ιστορία, παραμύθι, φλυαρία, κενός λόγος … Dictionary of Greek
λογοποίημα — idle tale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοποιήματα — λογοποίημα idle tale neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)